παραγραμμένος

παραγραμμένος
-η, -ο
αυτός που έχει παραγραφτεί, που έχει ακυρωθεί: Τα παραγραμμένα πειθαρχικά αδικήματα δεν επηρεάζουν την κρίση για τον υπάλληλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραγράφομαι — παραγράφομαι, παραγράφ(τ)ηκα, παραγραμμένος βλ. πίν. 122 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραγράφω — παράγραψα, παραγράφτηκα, παραγραμμένος, ακυρώνω δικαίωμα ή ματαιώνω συνέπεια αδικήματος, γιατί πέρασε πολύ χρόνος: Τα περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται δύο χρόνια ύστερα από τη μέρα που διαπράχτηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”